σκουτί

σκουτί
το
ύφασμα, φόρεμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκουτί — το, Ν 1. χοντρό ύφασμα, συνήθως από μαλλί 2. κάθε είδους ύφασμα 3. (κυρίως στον πληθ.) τα σκουτιά καθετί που χρησιμοποιείται για το ντύσιμο τού ανθρώπου, τα ενδύματα, τα ρούχα, τα εσώρουχα («ξένες μού πλένουν τα σκουτιά, ξένες τά σαπουνίζουν»,… …   Dictionary of Greek

  • εριώλη — ἐριώλη και ἐριωλή, ἡ (Α) 1. ανεμοστρόβιλος, θύελλα, καταιγίδα 2. (στον Αριστοφ.) α) χαρακτηρισμός που αποδίδεται μεταφορικά στον βίαιο δημαγωγό Κλέωνα β) λογοπαικτικά προς τις λέξεις «ἔριον» και «ὄλλυμι» («αὕτη γέ τοι ἐρίων τάλαντον καταπέπωκε… …   Dictionary of Greek

  • σαμαροσκούτι — και σαμαρόσκουτο, το, ή σαμαροσκουτιά, η, Ν 1. χοντρό μάλλινο ή λινό ύφασμα ή δέρμα, ιδίως κατσίκας, το οποίο τοποθετείται στη ράχη τών ζώων κάτω από το σαμάρι 2. είδος χοντρού υφάσματος με το οποίο κατασκευάζονται ειδικά πανωφόρια και ιδίως οι… …   Dictionary of Greek

  • scutec — SCÚTEC, scutece, s.n. Bucată de pânză, de flanelă, de pichet etc., de obicei dreptunghiulară, cu care se înfaşă sugarii. – cf. bg. s k u t a k . Trimis de ionel bufu, 21.07.2004. Sursa: DEX 98  SCÚTEC s. cârpă, (înv. şi reg.) rantie, (Mold. şi… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”